ἐπαγωγικοῦ

ἐπαγωγικοῦ
ἐπαγωγικός
inductive
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εναλλάκτης — Ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει, σύμφωνα με τις φυσικές αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού, μηχανικό έργο σε ηλεκτρική ενέργεια και τη διανέμει με τη μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στο φαινόμενο της δημιουργίας ηλεκτρικού …   Dictionary of Greek

  • δεξιού χεριού, κανόνας — Μνημονικός κανόνας για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης του επαγωγικού ρεύματος σε έναν αγωγό που κινείται σε μαγνητικό πεδίο. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τοποθετούμε τον αντίχειρα, τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού κατά τέτοιο… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… …   Dictionary of Greek

  • εγκλισίμετρο — Όργανο της τοπογραφίας με το οποίο μετριέται η γωνία έγκλισης, δηλαδή η γωνία που σχηματίζεται σε έναν τόπο από το διάνυσμα της έντασης του γήινου μαγνητικού πεδίου με την οριζόντια συνιστώσα του. Αποτελεί είδος επαγωγικού μετρητή που μετρά τη… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγικό πηνίο — Ειδική διάταξη για την παραγωγή πολύ υψηλών τάσεων βραχείας διαρκείας, με την εκμετάλλευση του φαινομένου της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάριν, για να τροφοδοτεί τους σωλήνες παραγωγής ακτίνων Χ. Σχηματικά,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”